Λογαριασμός Μέλους

Back to Top

Το Χρονοντούλαπο: Τα Καπηλειά του Φανταστικού & η πρώτη Ταβέρνα του D&D

Τον τελευταίο καιρό διψάς για μια καλή κρασοκατάνυξη, αλλά διστάζεις να βγεις έξω λόγω ενός φονικού συνδυασμού πολλών υποχρεώσεων και κακής διάθεσης. Σήμερα, όμως, το βράδυ η επιθυμία σου αυτή γίνεται όνειρο, καθώς στον ύπνο σου περνάς από την Πύλη του Χρονοντούλαπου…

Η Ταβέρνα του Goblin

… για να βγεις στο εσωτερικό της ξακουστής Ταβέρνας του Goblin με το πρασινόδερμο προσωπικό να επιδίδεται σε πυρετώδεις προετοιμασίες για ακόμα ένα βράδυ ξεφαντώματος. Μόνη παραφωνία ηρεμίας μέσα στο χάος που προκαλούν οι δεκάδες εργαζόμενοι καλικάντζαροι είναι ένα γηραιό Goblin που κάθεται στο τραπέζι μαζί σου και σπρώχνει ένα μηλίτη προς το μέρος σου…

Το Καλωσόρισμα: «Όλες οι περιπέτειες ξεκινούν από μία Ταβέρνα κι εσύ καλώς ήρθες στη δική μας» τον ακούς να σου λέει. «Το όνομά μου είναι κύριος Πίπης και απόψε σε κάλεσα εδώ, γιατί έβλεπα πως χρειαζόσουν μια ανάπαυλα. Ξέρω πως τώρα τελευταία έχεις βαλτώσει. Γι’ αυτό κι εγώ θα σε πάρω μαζί μου σ’ ένα ταξίδι σε μερικούς από τους πιο διάσημους χώρους ξεφαντώματος του Φανταστικού, είτε ονομάζονται ταβέρνες είτε πανδοχεία είτε καπηλειά και καταγώγια. Τέλος, θα σου δείξω το πώς τα μαγικά αυτά μέρη αποτέλεσαν έμπνευση για μια θρυλική περιπέτεια στην οποία συμμετείχαν αμφότεροι οι δημιουργοί του Dungeons & Dragons και η οποία καθιέρωσε τις Ταβέρνες ως εναρκτήριες τοποθεσίες των παιχνιδιών μας».

Φύγαμεεεε: Καθώς πας να ξεδιψάσεις πίνοντας απ’ το μπουκάλι μπροστά σου, βλέπεις τον κύριο Πίπη να σηκώνεται από την καρέκλα του βιαστικά και ξαφνιάζεσαι. «Όμως, τώρα που το σκέφτομαι πρέπει να φύγουμε άμεσα!» τον παρατηρείς να λέει, καθώς αρχίζει μια μαγική επίκληση. «Πρώτος μας προορισμός είναι ένα σκοτεινό καταγώγιο σε μια από τις πιο βρωμερές και βίαιες συνοικίες σε κόσμο του Φανταστικού κι εμείς πρέπει να είμαστε εκεί όσο πιο νωρίς γίνεται». Μια μαγική πύλη ανοίγεται μπροστά σας και πριν προλάβεις να πάρεις μαζί σου τον μηλίτη, χάνεστε στα απειράριθμα φώτα της…

«Το καταγώγιο της Σφύρας» του Robert E. Howard

…για να βγεις στο σκληρό κόσμο του πιο θρυλικού Βαρβάρου, του Κόναν από την Κιμμέρια.

Ο Κόσμος: Ο κύριος Πίπης βγάζει από την τσάντα του ένα χάρτη και αρχίζει να σου μιλάει για τον διάσημο αυτό κόσμο: «Στις αρχές του 1932, ο Ρόμπερτ Χάουαρντ σ’ ένα ταξίδι του στα ορεινά τοπία του Τέξας εμπνεύστηκε την Κιμμέρια, την πατρίδα μιας σκληρής φυλής αδάμαστων βαρβάρων και η έμπνευση αυτή γέννησε τον κόσμο της Υβοριανής εποχής. Το όνομα αυτό, που αποτελεί παραφθορά της «Υπερβορέας» των αρχαίων Ελλήνων, περιγράφει μια πλασματική προϊστορική εποχή του κόσμου μας, η οποία δημιουργήθηκε από τον Χάουαρντ για να αποφύγει τις χρονοβόρες έρευνες που θα απαιτούσε η απόδοση της ιστορικής αλήθειας σε μια πραγματική ιστορική περίοδο».

Ο Υβοριανός κόσμος του Κόναν, από τον Maxime Plasse

Το πλαίσιο της περιπέτειας: «Ο ήρωάς του, ο νεαρός Κόναν ο Βάρβαρος, ξεκινά ένα ταξίδι ανακάλυψης τόσο του εαυτού του όσο και της τύχης του, επισκεπτόμενος τις τρεις πόλεις που αποτελούν τον απόπατο του πολιτισμού. Μια απ’ αυτές είναι και η Ζαμοριανή πόλη της Arenjun, γνωστή και ως «η πόλη των Κλεφτών». Εκεί, και συγκεκριμένα στην πιο διαβόητη συνοικία της με το όνομα «Σφύρα» (Maul) βρίσκεται ένα από τα πιο γνωστά καταγώγια του Φανταστικού, έτσι όπως το φαντάστηκε ο Χάουαρντ και όπως εκδόθηκε από το περιοδικό Weird Tales το 1933 στην περιπέτεια με το όνομα «Ο Πύργος του Ελέφαντα». Κοιτάς γύρω σου και βλέπεις πως βρίσκεστε στην είσοδο μιας παρακμιακής γειτονιάς. «Καλοσοίλθαται στη Σφύρα» διαβάζεις ένα ανορθόγραφο μήνυμα στον τοίχο.

Η Σφύρα το πρωί: «Η συνοικία αυτή είναι τόσο χαοτική, βρώμικη και βίαιη όσο και οι ψυχές των κακοποιών που συχνάζουν στους ευτελείς τεκέδες της» ακούς τον κύριο Πίπη να σου ψιθυρίζει… «και μην περιμένεις να σε σώσει η Φρουρά της πόλης. Οι άνδρες της πληρώνονται αδρά για να μην περιπολούν ποτέ εδώ». Διασχίζοντας τα κακορίζικα, λασπερά σοκάκια και ελισσόμενος επιδέξια ανάμεσα σε ογκώδεις σωρούς πολυκαιρισμένων σκουπιδιών δεν βρίσκεις κανένα ενδιαφέρον στο ακανόνιστο συνονθύλευμα από θλιβερά, ετοιμόρροπα κτίρια που αποτελούν τη Σφύρα. Τελικά, φτάνετε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο και ο κύριος Πίπης αναγγέλλει πως θα μείνετε εκεί ως το βράδυ. «Το βράδυ η κατάσταση βελτιώνεται» λέει παρηγορητικά, γεγονός που επιβεβαιώνεται για ακόμη μια φορά μ’ έναν απόλυτα τρομακτικό τρόπο.

Η Σφύρα after hours:  Μετά τη δύση του ηλίου, η έρημη φαινομενικά συνοικία μεταμορφώνεται σταδιακά σε πολύβουο μελίσσι, καθώς οι λαθρέμποροι και οι απόκληροι που την κατοικούν αρχίζουν να βγαίνουν απ’ τις τρύπες τους. Κι εσείς, κρυμμένοι πίσω από έναν ερειπωμένο τοίχο, παρατηρείτε από ψηλά τις παρέες των παρανόμων να την περιδιαβαίνουν αναζητώντας φτηνές και βίαιες συγκινήσεις, τους μεθυσμένους να τρεκλίζουν μουρμουρίζοντας χυδαία τραγούδια, το ατσάλι ν’ αστράφτει στις γωνίες των δρόμων και την κλαγγή των όπλων να αναμιγνύεται με τα στριγκά γέλια των γυναικών.

Το καταγώγιο: Λίγο πριν τα ξημερώματα, η κίνηση αρχίζει να χαλαρώνει κι εσείς τολμάτε να κάνετε μια μικρή, αλλά άκρως επικίνδυνη, τελευταία βόλτα. Με τον κύριο Πίπη για οδηγό περνάτε με αυτοπεποίθηση ανάμεσα στα σκουπίδια, τις λάσπες και τα κακοσυντηρημένα κτίρια, για να φτάσετε μπροστά στο καταγώγιο που θα επισκεφτείτε σήμερα. Πρόκειται για ένα άθλιο χαμαιτυπείο με χαμηλή οροφή και σπασμένα παράθυρα μέσα απ’ τα οποία μόλις που διακρίνετε ένα αμυδρό φως από λυχνάρια και δαυλούς. Καθώς μπαίνετε απ’ τις ορθάνοιχτες πόρτες, οι αισθήσεις σας διαμαρτύρονται απ’ τις μυρωδιές των άπλυτων κορμιών και του φτηνού αλκοόλ και απ’ το συνδυασμό των ήχων που παράγουν οι βρυχηθμοί των παράφωνων τραγουδιστών, τα δυνατά τσουγκρίσματα των κρασοπότηρων και οι ήχοι από τα δεκάδες χέρια που χτυπούν με κέφι τα χοντροκομμένα τραπέζια. «Πού να καθίσουμε;» ρωτάει ο κύριος Πίπης. «Δεν με πειράζει, αρκεί να έχει μηλίτη» απαντάς εσύ, προσπαθώντας να δείχνεις σκληρός και ατρόμητος.

Οι θαμώνες: Η χαμηλή, γεμάτη καπνούς, ταβέρνα αποτελεί ένα καταφύγιο για άντρες και γυναίκες της χαμηλότερης υποστάθμης, σ ένα χώρο όπου συχνάζουν ντόπια και ξένα καθάρματα κάθε είδους: από πορτοφολάδες και διαρρήκτες, μισθοφόρους και λιποτάκτες μέχρι και παραχαράκτες, απαγωγείς και προαγωγούς μαζί με τις πόρνες τους. Εκεί βρίσκεται και ο νεαρός Κόναν που μαθαίνει έμμεσα πληροφορίες για τον επικίνδυνο Πύργο του Ελέφαντα που δεσπόζει με το θεόρατο ύψος του στην πόλη. Στην προσπάθειά του να αποσπάσει περισσότερα στοιχεία για τον Πύργο λογομαχεί με έναν απαγωγέα από το Κοθ, ξεκινώντας έτσι μια αιματηρή αψιμαχία αλλά και την κλασική αυτή περιπέτεια που θεωρείται μια από τις καλύτερες στην εκτεταμένη βιβλιογραφία του Χάουαρντ.

Εικόνες από το καταγώγιο, όπως το προσάρμοσε για Κόμικ ο Roy Thomas, με την καλλιτεχνικές πινελιές του John Buscema και του Alfredo Alcala.

Adios Amigos: Βλέπεις το Goblin δίπλα σου να ταράζεται από τις σκηνές βίας που εκτυλίσσονται μπροστά του και να ανοίγει μια ακόμα μαγική πύλη. Καθώς σε τραβάει απ’ το χέρι, σου λέει με φοβισμένο τόνο: «Όμως, αρκετά κάτσαμε σ’ αυτό το χαμαιτυπείο. Ας φύγουμε, γιατί δεν μας βλέπω να τη βγάζουμε ζωντανοί για πολύ ακόμα…»

«Το Ασημένιο Χέλι», του Fritz Leiber

…και σε μεταφέρει σε μια σκοτεινή, επικίνδυνη αλλά πολύ πιο συναρπαστική ταβέρνα, στον κόσμο του Νιούον.

Ο Κόσμος: Ο κύριος Πίπης βγάζει από την τσάντα του ένα νέο χάρτη: «Ο κόσμος του Νιούον, που άρχισε να δημιουργείται τον Σεπτέμβριο του 1934 από τον Χάρι Φίσερ και τον Φριτς Λάιμπερ, φιλοξενεί μια μεγαλόπρεπη μητρόπολη που σχεδιάστηκε ως σκοτεινός αντικατοπτρισμός της αρχαίας Ρώμης, τη Λάνκμαρ. Πρόκειται για μια πόλη θρυλική, αέναα πνιγμένη στην ομίχλη ενός κοντινού, τεράστιου βάλτου και στην κάπνα των αναρίθμητων καμινάδων της. Το αστικό αυτό κέντρο, αποτελεί το συνηθισμένο χώρο δράσης των διάσημων αντι-ηρώων: του βάρβαρου Φάφρντ και του κλέφτη Γκρίζου Γάτου που ξεκινούν συνήθως τις περιπέτειές τους σε μια από τις διασημότερες ταβέρνες του Φανταστικού».

AD&D Lankhmar, City of Adventure: Bruce Nesmith, Douglas Niles and Ken Rolston
Ο χάρτης της πόλης του Λάνκμαρ (από το ίδιο βιβλίο)

Η τοποθεσία: Διασχίζετε μαζί την Λάνκμαρ. Εκεί, ανάμεσα στις φιδογυριστές λεωφόρους και στο λαβύρινθο από σοκάκια και αρχιτεκτονικά ορόσημα με ονόματα όπως: «Οδός Νταβατζήδων», «Γωνία Παράδων και Πόρνης» και «Πλατεία Ζοφερών Απολαύσεων», βρίσκεται ένα πολύστροφο και βαθύ σα φαράγγι δρομάκι γνωστό ως «Οδός των Καροτσέρηδων». Πλησιάζετε στο κέντρο της βορεινής πλευράς του δρόμου και, μέσα από τη θολούρα της ομίχλης, ξεπροβάλει ένα αναμμένο φανάρι που μόλις και μετά βίας φωτίζει μια καπνισμένη, φιδίσια μορφή από ανοιχτόχρωμο μέταλλο. Καθώς πλησιάζεις δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις την ταμπέλα της Ταβέρνας «Ασημένιο Χέλι» που σημαδεύει με την ουρά του την ανοιχτή εξώπορτα.

Η πρώτη εντύπωση: Ο κύριος Πίπης μπαίνει άνετα μέσα, όμως εσύ πρέπει να σκύψεις για να διαβείς το χαμηλό κατώφλι της ταβέρνας. Αφού προσπεράσετε την πόρτα και μια κουρτίνα φτιαγμένη από λιγδιασμένο πετσί, εισέρχεστε στα ενδότερα, προσπαθώντας να προσαρμοστείτε στους θορύβους της οχλαγωγίας, το χαμηλό φωτισμό και την έντονη μυρωδιά του ποτού που σας κατακλύζει. «Μμμμ… μυρίζω μηλίτη» αναφωνείς ενθουσιασμένος.

Το Ασημένιο Χέλι
Ο Φάφρντ και ο Γκρίζος Γάτος στο Ασημένιο Χέλι

Οι θαμώνες και το προσωπικό: Το εσωτερικό βράζει από κέφι και φασαρία, με τους περισσότερους θαμώνες να είναι κλέφτες, θρασείς μπράβοι κι αρματωμένοι πολεμιστές, χωρίς να παραλείπουμε και τους περιστασιακούς ξιπασμένους αριστοκράτες που, συνοδευμένοι πάντα από τους σωματοφύλακές τους, επιθυμούν να βιώσουν μαζί με τις θηλυκές συνοδούς τους (που σύμφωνα με την τελευταία μόδα, φορούν για καπέλο ένα άδειο κλουβί πουλιού) μια συναρπαστική νύχτα. Για ποτό και φαγητό σας εξυπηρετούν πρόθυμοι σερβιτόροι που, κάτω από τις διαταγές του πανταχού παρόντα ταβερνιάρη, κουβαλούν μ’ επιδεξιότητα στα τραπέζια πιάτα γεμάτα αχνιστό φαγητό και κανάτες με ποτά, ενώ ημίγυμνες χορεύτριες σας διασκεδάζουν με τα λικνίσματά τους από κάθε γωνιά του μαγαζιού.

Πρόσθετες υπηρεσίες: Πιο κει βρίσκονται τα τραπέζια για το μπαρμπούτι, όπου οι παίκτες ρίχνουν τα παράξενα ζάρια της Λάνκμαρ με τα σύμβολα του χελιού και του φιδιού και ανταλλάσσουν μεταξύ τους, στη νίκη και στην ήττα, τα τριγωνικά, χρυσά νομίσματα της πόλης. Ακόμα, όμως, και να μην αρκούνται στο πιοτό και στον τζόγο, στον πάνω όροφο λειτουργεί ένα γνωστό πορνείο με τους κοινόχρηστους χώρους να δονούνται από τα γέλια των χωρατών και της καλοπέρασης και τους ιδιωτικούς κοιτώνες από τα βογγητά της ηδονής.

Η εγκατάλειψη: «Πω πω, είχα ξεχάσει πόσο μου αρέσει αυτή η Ταβέρνα» σου λέει ο κύριος Πίπης, καθώς ανεβαίνει τα σκαλιά του πάνω πατώματος. «Εσύ φύγε για το επόμενο Πανδοχείο κι εγώ έρχομαι αργότερα…» και μια δίνη σε ρουφάει προς μια άγνωστη κατεύθυνση…

«Το Παιχνιδιάρικο Πόνυ» του J. R. R. Tolkien

… για να προσγειωθείς στον κόσμο της Μέσης γης του J.R.R Tolkien.

Ο Κόσμος: Αν δεν γνωρίζεις τον κόσμο της Μέσης γης, τότε σε παροτρύνω να διαβάσεις το Χόμπιτ και την Τριλογία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ή να δεις τις αντίστοιχες ταινίες, καθώς αποτελούν μεγάλη πηγή έμπνευσης για το χώρο του Φανταστικού. Ολοκληρωμένος το 1948, ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών κάνει εκτενή αναφορά, στην αρχή του έργου του, σ’ ένα πασίγνωστο πλέον Πανδοχείο, στο «Παιχνιδιάρικο Πόνυ» που βρίσκεται στο χωριό του Μπρι.

Χάρτης της Μέσης Γης
Το χωριό του Μπρι, από τον Ilya Nazarov

Η εξωτερική περιγραφή του Πανδοχείου: Το πανδοχείο είναι ένα τριώροφο οίκημα χωρισμένο σε δύο πτέρυγες, χτισμένο στα ριζά ενός λόφου. Μια φαρδιά καμάρα σε οδηγεί σε μια αυλή ανάμεσα στις δύο πτέρυγες, ενώ στ’ αριστερά, βρίσκεις την είσοδο ανεβαίνοντας μερικά φαρδιά σκαλοπάτια. Πάνω απ’ την καμάρα υπάρχει ένα φανάρι και από κάτω μια ταμπέλα που εικονίζει έναν καλοθρεμμένο άσπρο πόνυ να στέκεται όρθιο στα πίσω του πόδια. Πάνω από την πόρτα είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα: «ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΡΙΚΟ ΠΟΝΥ του ΜΠΙΡΟΧΟΡΤΟΥ του ΒΟΥΤΥΡΑΤΟΥ», ενώ στους πάνω ορόφους πολλά παράθυρα έχουν φώτα πίσω από τις μεγάλες κουρτίνες.

Το Παιχνιδιάρικο Πόνυ (Karen Wynn Fonstad)
Το εξωτερικό του πανδοχείου (από το παιχνίδι L.O.T.R.O)

Το εσωτερικό του Πανδοχείου: Μπαίνοντας στο πανδοχείο αντικρίζεις μια μεγάλη σάλα που φωτίζεται από τη δυνατή φωτιά στο τζάκι, με τις λάμπες που κρέμονται απ’ τα δοκάρια να είναι θαμπές και μισοπνιγμένες στον καπνό. Ο ιδιοκτήτης του Πανδοχείου, ένας κοντόχοντρος, καραφλός και κοκκινοπρόσωπος άνθρωπος, σε καλωσορίζει και σε παραπέμπει στον βοηθό του, τον Νομπ, ένα χαμογελαστό (αν και λίγο αγαθιάρικο) χόμπιτ, για την εξυπηρέτησή σου. Από τον Νομπ μαθαίνεις πως στο ισόγειο στεγάζονται ακόμη οι κουζίνες και οι φούρνοι και πως στη βορινή πτέρυγα υπάρχουν δύο υπνοδωμάτια με στρογγυλά παράθυρα, ειδικά προσαρμοσμένα για χόμπιτ, ενώ παράπλευρα βρίσκεται μια μικρή τραπεζαρία έτοιμη να εξυπηρετήσει τις ανάγκες τους. Τέλος, στους πάνω ορόφους βρίσκονται τα υπόλοιπα υπνοδωμάτια.

Διασκέδαση: Καθώς κάθεσαι στο τραπέζι της σάλας και παραγγέλνεις ένα μηλίτη, παρατηρείς πως οι θαμώνες είναι κυρίως άνθρωποι, μερικά ντόπια χόμπιτ, κάποιοι περαστικοί νάνοι και ελάχιστα ξωτικά. Οι άνθρωποι και τα χόμπιτ του Μπρι διψάνε για νέα, είναι φιλόξενοι και ανοίγουν εύκολα συζήτηση με τους ξένους, ιδιαίτερα όταν αυτοί φέρνουν νέα για τόπους μακρινούς. Συμμετέχουν εύκολα σε κοινά τραγούδια και διασκεδάζουν με την καρδιά τους όταν εμφανίζονται νέοι θαμώνες με κέφι, όπως τα τέσσερα χόμπιτ που βλέπεις να κάθονται λίγο παράμερα και τα οποία αποτελούν τους ήρωες της ιστορίας του Τόλκιν. Τότε είναι που ένα από αυτά, ο Πίπιν, αποφασίζει να μοιραστεί με τα ντόπια χόμπιτ διασκεδαστικές ιστορίες από τον τόπο καταγωγής τους, το Σάιρ. Ο σύντροφός του, ο Φρόντο, για να αποσπάσει την προσοχή τους από τις επικίνδυνες αποκαλύψεις του φίλου του ανεβαίνει σ’ ένα κεντρικό τραπέζι τραγουδώντας ένα αυτοσχέδιο άσμα:

Μέρος από το αυτοσχέδιο τραγούδι του Φρόντο:

Είναι ένα χάνι χαρούμενο χάνι,
Κάτω απ’ το λόφο, εκεί,
Τόσο καλή φτιάχνουν μπύρα ξανθή,
Που ο Φεγγαρο-άνθρωπος μια νύχτα πήγε εκεί,
Για να πιεί, να μεθύσει απ’ αυτή.

Έχει εκεί κάτω τρελό έναν γάτο,
Που παίζει ένα τρύπιο βιολί,
Το παίζει με κέφι και το γρατσουνά,
Τρίζει και παίζει τις νότες στραβά
Και του σπάει τις χορδές στη σειρά…

Ο κίνδυνος: Δυστυχώς, στην προσπάθειά του να εντυπωσιάσει τους πάντες, ο Φρόντο δοκιμάζει ένα παράτολμο άλμα, γλιστράει και σωριάζεται, βάζοντας κατά λάθος το δάχτυλό του στο μαγικό δαχτυλίδι που φέρει στην τσέπη του. Η μαγική του εξαφάνιση, που έρχεται ως αποτέλεσμα του ατυχήματός του, προκαλεί αναταραχή στους πελάτες και δίνει αφορμές για συζήτηση στους κουτσομπόληδες. Όταν, το ίδιο βράδυ, εισβάλλουν στο πανδοχείο οι κυνηγοί του δαχτυλιδιού γνωστοί και ως Μαύροι Καβαλάρηδες, τα χόμπιτ έχουν ήδη μετακινηθεί στη μικρή, παράπλευρη τραπεζαρία κι έτσι θα ζήσουν για να συνεχίσουν την περιπέτειά τους.

Μπροστά στο θάνατο: Όμως, εσύ δεν είσαι τόσο τυχερός. Οι Μαύροι Καβαλάρηδες σε εντοπίζουν καθώς ψάχνεις τον Φρόντο κοντά στα δωμάτια των χόμπιτ με τον μηλίτη στο χέρι. Προσπαθείς χωρίς αποτέλεσμα να ξεφύγεις, όμως, λίγο πριν σε σουβλίσουν με τα καταραμένα τους σπαθιά, ένα χέρι πετάγεται μέσα από μια χρονική πύλη, ρίχνει τον μηλίτη κάτω και σε βουτάει σε μέρη άγνωστα…

Η πρώτη Ταβέρνα του παιχνιδιού μας: Το «Comeback Inn», του Dave Arneson

… για να επιστρέψεις σώος και αβλαβής στο τραπέζι σου, στην Ταβέρνα του Goblin. Με τρεμάμενο χέρι πιάνεις και κατεβάζεις επιτέλους μονορούφι το μηλίτη σου, ενώ ο κύριος Πίπης σού αφηγείται την περιπέτεια που ξεκίνησε το Dungeons and Dragons από τους χώρους ενός μυθικού Πανδοχείου…

Οι συνθήκες: Ήταν Νοέμβριος του 1972. Λίγους μήνες πριν, ο έτερος δημιουργός του D&D, Dave Arneson, είχε γράψει στο περιοδικό της Κοινότητας Μεσαιωνικών Παιχνιδιών: «Castles and Crusades Society» για έναν καινοτόμο τρόπο παιχνιδιού με το οποίο πειραματιζόταν. Ο Gygax, ως μέλος της ίδιας κοινότητας, δεν έχασε την ευκαιρία να τον προσκαλέσει σπίτι του για να το δοκιμάσει, με τον Arneson να ταξιδεύει με το αυτοκίνητο του μέσα από χιονοθύελλα για να του το δείξει. Στο υπόγειο του σπιτιού του Gygax, λοιπόν, θα ξεκινούσε ένα διάσημο παιχνίδι, με την ομάδα του Gary να ξεκινά την περιπέτεια από το εσωτερικό του θρυλικού «Comeback Inn», ενός πανδοχείου που στεγαζόταν στο κάστρο της πόλης του Blackmoor.

Η προέλευση του ονόματος: Το όνομα αυτό δεν ήταν τυχαίο, αφού ο Άρνεσον το είχε δανειστεί από το αγαπημένο του πανδοχείο στο Σικάγο. Ο Άρνεσον λάτρευε να επισκέπτεται το Comeback Inn όταν περνούσε από την πόλη και να τρώει στις μεγάλες του αίθουσες με το ψηλοτάβανο εσωτερικό τους. Μάλιστα, παραδεχόταν πως του θύμιζε κυνηγετικά πανδοχεία των βουνών με την ξύλινη επένδυσή του σε πάτωμα και τοίχους, τους κορμούς δέντρων να στηρίζουν την οροφή και τα βαλσαμωμένα κεφάλια ελαφιών να διακοσμούν τους τοίχους ανάμεσα στα μεγάλα τζάκια, που θέρμαιναν έναν τεράστιο χώρο εστίασης, ικανό να φιλοξενήσει μέχρι και 500 άτομα.

Το Comeback Inn στο Σικάγο
Εικόνα από το εξωτερικό του Comeback Inn στο Blackmoor

Η περιπέτεια: Ο Gygax και οι φίλοι του ξεκίνησαν την περιπέτειά τους περιεργαζόμενοι τους χώρους αλλά και τους θαμώνες του Comeback Inn, με τον πανδοχέα να τους προειδοποιεί να μην προκαλέσουν φασαρίες. Σε κάποια στιγμή ένας από τους παίκτες, ο Rob Kuntz, επιχείρησε να βγει από τον πανδοχείο για να διαπιστώσει πως με κάποιο μαγικό τρόπο επέστρεφε πάντα εντός του. Του πήρε λίγες φορές για να καταλάβει πως αυτή η επαναφορά δεν γινόταν μόνο στην φαντασία του και πως το όνομα του πανδοχείου δεν ήταν απλώς συμβολικό (Το πανδοχείο της επιστροφής). Το εμπόδιο αυτό προκάλεσε ενθουσιασμό στους παίκτες και πυροδότησε μια ενθουσιώδη αναζήτηση τρόπων διαφυγής που θα γινόταν μόνο αφού εξερευνούσαν τα υπόγεια του πανδοχείου και από εκεί τα ενδότερα του μπουντρουμιού κάτω από το Κάστρο του Blackmoor, σε μια περιπέτεια γεμάτη τέρατα, μάχες και θησαυρούς, που θα παρακινούσε τον Gygax να αρχίσει να πειραματίζεται πάνω στο νέο αυτό μέσο αφήγησης φανταστικών ιστοριών.

Η επίσημη περιγραφή: Η επίσημη περιγραφή που δίνεται για το πανδοχείο στο βιβλίο του Άρνεσον: «First Fantasy Campaign» είναι η ακόλουθη: «Με την είσοδο στο Comeback Inn διαπιστώνεις πως τα ποτά και η διαμονή διατίθενται στη μισή τιμή αλλά και πως αποτελεί καλή πηγή πληροφοριών. Κάθε απόπειρα, όμως, να βγεις μόνος σου από το πανδοχείο σε επιστρέφει συνεχώς στο εσωτερικό του. Προσπάθειες να βγεις περπατώντας ανάποδα είτε σκαρφαλώνοντας την καμινάδα δεν πιάνουν, ενώ, αν προσπαθήσεις να αποδράσεις καίγοντας το πανδοχείο θα δεχτείς επίθεση απ’ τους θαμώνες. Κάποιος που βρίσκεται έξω απ’ το Πανδοχείο μπορεί να σε βγάλει έξω, τραβώντας σε από το χέρι ή το πόδι. Κακοί και χαοτικοί χαρακτήρες δεν μπορούν να εισέλθουν».

Επίλογος

Ο κύριος Πίπης χαμηλώνει τη φωνή του, καθώς σταματά την ιστορία του κι εσύ αισθάνεσαι πως ήρθε η ώρα να επιστρέψεις στην εποχή σου και στο κρεβατάκι σου. «Βλέπω πως έχεις συνέρθει από την κατήφεια που σε βασάνιζε και πως είσαι πλέον έτοιμος να επιστρέψεις σπίτι» σού λέει χαμογελαστά. «Μην ξεχνάς πως θα είσαι πάντα ευπρόσδεκτος στην Ταβέρνα του Goblin και πέρνα να πιείς κανένα ποτάκι και από το Discord μας, για να μην χανόμαστε. Είμαι σίγουρος πως θα τα ξαναπούμε…».

Και με μια κίνηση του χεριού του σε αποχαιρετά, καθώς μια τελευταία δίνη σε αρπάζει… Ξυπνάς χαμογελαστός στο κρεβάτι σου. Μια καινούργια μέρα ξεκινά, γεμάτη χρώματα και αισιοδοξία…

Χρήστος Κανέλας
Χρήστος Κανέλας
Τακτικό μέλος │ Αναπληρωματικός Γερουσίας

kanelas_1@hotmail.com

Ο Χρήστος θα ήταν σήμερα ακόμη ένας βαρετά προβλέψιμος πιστός της γνωστής θρησκείας: «Πίτσα, Μπύρα, Ολυμπιακός», αν στα μέσα της δεκαετίας του 80 δεν του συνέβαινε ένα συνταρακτικό γεγονός. Σε μια αραχνιασμένη κόγχη της βιβλιοθήκης του σπιτιού του ανακάλυψε ένα μικρό, μαγικό πλασματάκι γνωστό ως «Χόμπιτ», που του κόλλησε το μικρόβιο της φαντασίας και από τότε τον έχασαν τα γήπεδα και τον κέρδισαν οι βιβλιοθήκες. Πολλά χρόνια αργότερα, ως Φιλόλογος πια και ως παθιασμένος παίκτης του D&D, συνάντησε, σε μια του περιπέτεια, και τον κύριο Πίπη και έκτοτε άρχισε να αγαπά τα Γκόμπλιν και να συχνάζει, ως σταθερός θαμώνας, στην όμορφη Ταβέρνα τους.